αποστραγγίδι

αποστραγγίδι
κ. -στράγγι, το
1. ό,τι απομένει μετά το στράγγισμα κάποιου υγρού
2. η τρυγιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποστράγγισμα — το 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς 2. αποστραγγίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”